Η εμμηνόπαυση αποτελεί μια σημαντική περίοδο της ζωής μιας γυναίκας, όπου σηματοδοτεί το τέλος της αναπαραγωγικής της ικανότητας. Η εμμηνόπαυση δεν αποτελεί ασθένεια, αλλά ένα φυσιολογικό φαινόμενο στη ζωή κάθε γυναίκας. Το προσδόκιμο επιβίωσης των γυναικών έχει αυξηθεί αρκετά, ενώ η μέση ηλικία εμφάνισης της εμμηνόπαυσης (51,4 έτη) παραμένει σταθερή στη διάρκεια των αιώνων. Συνεπώς, κάθε γυναίκα σήμερα αναμένεται να ζήσει πολλά χρόνια χωρίς περίοδο και οφείλει να προστατέψει την υγεία και την ποιότητα της ζωής της.
Ως εμμηνόπαυση ορίζουμε την περίοδο που ακολουθεί μετά από 6 με 12 μήνες αμηνόρροιας, μη οφειλόμενης σε παθολογική αιτία. Τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης οφείλονται στην απότομη πτώση της συγκέντρωσης των οιστρογόνων, εξαιτίας της έκπτωσης της ωοθηκικής λειτουργίας.
Κυριότερες επιπτώσεις της εμμηνόπαυσης αποτελούν:
1. Το κλιμακτηριακό σύνδρομο
Αυτό, χαρακτηρίζεται κυρίως από τις εξάψεις, δηλαδή αγγειοκινητικές διαταραχές. Οι εξάψεις εμφανίζονται στο 65% με 85% των γυναικών της λευκής φυλής. Περιγράφονται ως αίσθημα θερμότητας στο δέρμα, κυρίως στην περιοχή του προσώπου με επέκταση στο λαιμό και το στήθος. Συχνά συνοδεύονται από εφίδρωση, αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, αρρυθμία και παροδική αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Οι εξάψεις συχνά επηρεάζουν και τη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση της γυναίκας. Ως αποτέλεσμα, οι εμμηνοπαυσιακές γυναίκες είναι συχνά μελαγχολικές και εμφανίζουν καταθλιπτική συμπεριφορά, απώλεια συγκέντρωσης και μείωση της libido. Τα συμπτώματα αυτά ανταποκρίνονται καλά και υποχωρούν, με τη χορήγηση Θεραπείας Ορμονικής Υποκατάστασης (ΘΟΥ).
2. Η ατροφία του ουρογεννητικού συστήματος
Στα πρώτα τρία έτη μετά την εμμηνόπαυση, το 50% των γυναικών εμφανίζει ατροφία στον κόλπο. Εξαφανίζεται η φυσιολογική χλωρίδα του κόλπου, ο βλεννογόνος του οποίου λεπταίνει, παρουσιάζεται ξηρότητα, στένωση, συχνά εκδορές και δυσπαρεύνια. Η ατροφία συνδέεται επίσης με υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (ουρηθρίτιδες, κυστίτιδες), συχνουρία και δυσουρικά ενοχλήματα. Η έλλειψη οιστρογόνων και η ατροφία συνδέεται και με την εμφάνιση ή την επιδείνωση της ακράτειας ούρων. Η ατροφία του ουρογεννητικού συστήματος βελτιώνεται σε μεγάλο βαθμό μετά τη χορήγηση ΘΟΥ.
3. Η οστεοπόρωση
Η οστεοπόρωση αποτελεί μεταβολική νόσο των οστών. Χαρακτηρίζεται από απώλεια οστικής μάζας και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών. Συνδέεται με αυξημένη ευθραστότητα των οστών και κίνδυνο καταγμάτων. Μία στις τρεις γυναίκες θα υποστεί κάταγμα μετά την εμμηνόπαυση. Ακόμη, 2 στις 3 μέχρι την ηλικία των 80 ετών θα εμφανίσουν συμπιεστικό σπονδυλικό κάταγμα. Επομένως έχει μεγάλη σημασία η αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης, αλλά κυρίως η πρόληψή της γιατί το οστεοπορωτικό οστό δεν μπορεί ποτέ να αποκατασταθεί πλήρως. Η θεραπεία της οστεοπόρωσης γίνεται με μια σειρά σκευάσματα ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας, τα συμπτώματα που εμφανίζει και τα προβλήματα υγείας που πιθανώς έχει. Η θεραπευτική φαρέτρα περιλαμβάνει:
- Τη Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης
- Την Τιμπολόνη (Livial)
- Τη Ραλοξιφαίνη (Evista)
- Τα Διφοσφονικά (αλενδρονάτη, ριζενδρονάτη, ιμπανδρονάτη)
- Την Τεριπαρίδη
- Τη Βαζεδοξιφένη (Conbriza)
- Το Denosumab (Prolia)
- Την συγχορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D
4. Η καρδιαγγειακή νόσος.
Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες εμφανίζουν 2 με 6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, συγκριτικά με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες της ίδιας ηλικίας. Η πτώση των οιστρογόνων επηρεάζει αρνητικά το ενδοθήλιο των αγγείων, καθώς και κάποιους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αντίσταση στην ινσουλίνη, η αύξηση του σωματικού βάρους, η αύξηση των τριγλυκεριδίων και της χοληστερόλης.
Τρόποι Αντιμετώπισης
Τρόποι Αντιμετώπισης
Ακρογωνιαίος λίθος στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης και των προβλημάτων που αυτή προκαλεί στην καθημερινή ζωή της γυναίκας, τα πρώτα κυρίως χρόνια από τη διακοπή της έμμηνης ρύσης, είναι η Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης. Η ΘΟΥ συχνά αντιμετωπίζεται με φόβο από τις γυναίκες, κυρίως με το φόβο πρόκλησης καρκίνου του μαστού. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ο σχετικός κίνδυνος για χορήγηση μέχρι πέντε έτη δεν διαφέρει στατιστικώς σημαντικά σε σχέση με τις γυναίκες που δεν έχουν λάβει ποτέ ΘΟΥ. Η ΘΟΥ έχει απόλυτη ένδειξη να χορηγείται για την αντιμετώπιση των αγγειοκινητικών συμπτωμάτων, της ουρογεννητικής ατροφίας, των εναλλαγών της διάθεσης, της σεξουαλικής δυσλειτουργίας, της πρόληψης της οστεοπόρωσης. Χορηγείται από το στόμα, είτε διαδερμικά, είτε ενδοκολπικά. Αντένδειξη για τη χορήγηση ΘΟΥ αποτελούν η ύπαρξη οιστρογονοεξαρτώμενου όγκου (Ca μαστού, Ca ενδομητρίου, μηνιγγίωμα), η ύπαρξη ενεργού θρομβοεμβολικής νόσου, η χρόνια ηπατική νόσος, η παρουσία αδιάγνωστης αιμορραγίας από τη μήτρα, η ύπαρξη χολοστατικού ίκτερου.
Σήμερα, οι γυναίκες ζουν αρκετές δεκαετίες με εγκαταστημένη εμμηνόπαυση. Συνεπώς, οφείλουν σε συνεργασία με το γυναικολόγο τους, να φροντίζουν για την καλύτερη ποιότητα της καθημερινής τους ζωής και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί. Έχουμε στη φαρέτρα μας αρκετά σκευάσματα που μπορούν να χορηγηθούν ανάλογα με την ηλικία της κάθε γυναίκας και τα συμπτώματα που εμφανίζει. Έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε μια ομαλή μετάβαση στην περίοδο της εμμηνόπαυσης και μια καλή ποιότητα ζωής.